Μετάβαση στο περιεχόμενο

Από τις κριτικές στην ψυχολογία στην κριτική ψυχολογία

3, Σεπτεμβρίου, 2009

Η ψυχολογία πεδίο θεωρητικών και πολιτικών συγκρούσεων

Των Μανώλη Δαφέρμου και Αθανάσιου Μαρβάκη

Εκ πρώτης όψεως, η ακαδημαϊκή ψυχολογία δημιουργεί την εικόνα ενός συμπαγούς σώματος συσσωρευμένης, «θετικής» γνώσης, την οποία οι νέες γενιές καλούνται να αφομοιώσουν. Η εξέλιξη της Ψυχολογίας φαίνεται να περιορίζεται στην προσθήκη «θετικής» γνώσης, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναστοχασμού σχετικά με το εννοιολογικό σύστημα, τις ανθρωπολογικές βάσεις και τις πρακτικές εφαρμογές της.

Σε αντίθεση με αυτή την διαδεδομένη εντύπωση, μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει ότι η Ψυχολογία ήδη από τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξής της ως ακαδημαϊκός κλάδος (το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι.) χαρακτηριζόταν από μια πληθώρα κριτικών. Όπως παρατηρούσε το 1929 ο Γάλλος φιλόσοφος και ψυχολόγος Georges Politzer, η ιστορία των πρώτων 50 ετών της Ψυχολογίας φαίνεται να αποτελείται από μια διαδοχή διαφόρων μορφών κριτικής: «Κριτική της παλιάς φιλοσοφικής Ψυχολογίας από την αυτοαποκαλούμενη επιστημονική Ψυχολογία, κριτική της ‘επιστημονικής Ψυχολογίας’ από τους επιγόνους του Wilhelm Wundt… κριτική της ολοκληρωτικά μηχανιστικής Ψυχολογίας των Στοιχείων (Elementenpsychologie) από μια Ψυχολογία των Στοιχείων που θέλει να είναι πιο δυναμική, μετά από αυτό την κριτική της Ψυχολογίας των Στοιχείων εν γένει…».

Οι σύγχρονες κοινωνικές αλλαγές προκαλούν ριζοσπαστικές αλλαγές στη συγκρότηση της ψυχολογίας και γενικότερα των κοινωνικών επιστημών. Μια πιθανή προοπτική είναι η διάσπαση της ψυχολογίας σε δύο μέρη. Από τη μια μεριά τείνει να διαμορφωθεί μία «ατομική – γνωστική – νευρολογική» ψυχολογία, που θα συγχωνευτεί με άλλες σχετικές ερευνητικές κατευθύνσεις (όπως νευροεπιστήμες, τεχνική νοημοσύνη, γνωστικές επιστήμες κ.λπ.). Από την άλλη διαμορφώνεται μια «κοινωνική ψυχολογία», η οποία θα τείνει να συγχωνευτεί με άλλους συναφείς κλάδους (όπως πολιτισμικές σπουδές, εθνολογία, ανθρωπολογία κ.λπ.).

Αυτός ο δυϊσμός, η συνύπαρξη δύο τάσεων με ανυπέρβλητες μεταξύ τους διαφορές, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του κλάδου της ψυχολογίας από την αρχή της ύπαρξής της. Μπορεί επίσης να εντοπισθεί στο έργο του Wilhelm Wundt, του ιδρυτή του πρώτου εργαστηρίου ψυχολογίας στην Λειψία το 1879. Ο ίδιος ο Wilhelm Wundt έκανε λόγο για την ύπαρξη «δύο ψυχολογιών», την «πειραματική» ή «φυσιολογική Ψυχολογία» και την «Ψυχολογία των λαών» (Volkerpsychologie), στην οποία έδινε ιδιαίτερη σημασία τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η εμφάνιση και διαμόρφωση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη έντονων θεωρητικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων με νικητές και ηττημένους, με κάποιους που είναι «εντός» και κάποιους άλλους που παραμένουν «εκτός» των ακαδημαϊκών συνόρων. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την εκτίμηση ότι προσεγγίζοντας το χώρο της ακαδημαϊκής ψυχολογίας μπορούμε να γνωριστούμε συνήθως με τον εκάστοτε –και ίσως μόνο τοπικό– «νικητή» των θεωρητικών και πολιτικών συγκρούσεων και την εκδοχή του για το τι είναι η Ψυχολογία.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον ελληνικό χώρο για την ύπαρξη αλληλοαποκλειόμενων θεωρητικών και πολιτικών μετώπων σχετικά με το τι είναι και με το τι θα έπρεπε να ασχολείται η Ψυχολογία μπορούμε να αναφέρουμε τα σχολικά βιβλία Ψυχολογίας της Β’ Λυκείου. Όσοι φοιτούσαν στην Β’ Λυκείου μέχρι το 1987 περίπου ίσως θυμούνται το βιβλίο της |Ψυχολογίας| του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Ε. Παπανούτσος αναφερόταν αποκλειστικά στην «κλασική» Ψυχολογία. Αντικείμενο της ψυχολογίας είναι, σύμφωνα με τον Παπανούτσο, η διερεύνηση του «ψυχικού κόσμου». Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης είναι η προσπάθεια συγκρότησης ενός ψυχολογικού – ερευνητικού λόγου «σε πρώτο πρόσωπο». Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της προσέγγισης παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του ίδιου του Παπανούτσου:

«Ό,τι χαρακτηρίζει μια ψυχικήν ενέργεια ή κατάσταση, π.χ. μιαν εντύπωση ή μια συγκίνηση, είναι:

α. Ο αδιάρρηκτος δεσμός της προς το ψυχικό υποκείμενο, το ‘εγώ’ που τελεί αυτή την ενέργεια ή βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση. Η εντύπωση είναι εντύπωσή |μου| ή εντύπωσή |σου|, η εντύπωσή |του| ? Η συγκίνηση είναι συγκίνησή |μου|, ή συγκίνηση του |δείνα|, ορισμένου και μοναδικού προσώπου. Ποτέ συγκίνηση ή εντύπωση γενικά και αφηρημένα. Χωρίς τον δεσμό προς ορισμένο κέντρο ψυχικής ζωής ούτε υπάρχει ούτε νοείται κανένα ψυχικό γεγονός. Και επειδή το κέντρο της ψυχικής ζωής δεν είναι ένα, ούτε πάντοτε και παντού το ίδιο και αναλλοίωτο, η ψυχική πραγματικότητα εξαιτίας των υποκειμενικών της αποχρώσεων παρουσιάζει παραλλαγές και αλλοιώσεις πάμπολλες και δυσκολοσύλληπτες.»

Ακριβώς αυτή η θεωρητική – επιστημολογική προσέγγιση «σε πρώτο πρόσωπο» εξαφανίζεται στο μεταγενέστερο –και πιο «σύγχρονο»– βιβλίο Ψυχολογίας για το Λύκειο (Νασιάκου κ.ά.), το οποίο αντικατέστησε το βιβλίο του Ε. Παπανούτσου. Σε αυτό το νέο βιβλίο Ψυχολογίας υιοθετείται μια προσέγγιση την οποία απέρριπτε ο Παπανούτσος κατηγορηματικά. Η αναφορά στην «εντύπωσή |μου|» στο σχετικό σημείο του νέου βιβλίου μετατρέπεται σε αναφορά στην «νοητική λειτουργία». Ο «εκσυγχρονισμός» του βιβλίου Ψυχολογίας είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση του πρώτου προσώπου με την απρόσωπη αναφορά σε ψυχικές λειτουργίες, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα κοινωνικά υποκείμενα.

Η επικράτηση ενός τέτοιου λειτουργισμού στην Ψυχολογία και της «α-πρόσωπης» προσέγγισης των ψυχολογικών διαδικασιών δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός αλλά στηρίζεται και στηρίζει την πολιτική/κοινωνική λειτουργία της Ψυχολογίας στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων δομών εξουσίας και ανισότητας: στην επιλογή και ιεράρχηση των ανθρώπων στη βάση του συγκεκριμένου καταμερισμού εργασίας (π.χ. στις επιχειρήσεις, στην εκπαίδευση κ.λπ.), στον κοινωνικό έλεγχο του πληθυσμού μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών (στρατός, σωφρονιστικά ιδρύματα) και των μηχανισμών εξασφάλισης της «κοινωνικής συναίνεσης» (ΜΜΕ) κ.λπ.

Η θετικιστική «αποβολή» του υποκειμένου από το κυρίαρχο ρεύμα της ψυχολογικής έρευνας, ως αντάλλαγμα για την είσοδο της ψυχολογίας στον κύκλο των «χρήσιμων» – για τις ισχυρές γραφειοκρατίες και τις πολιτικές ελίτ –άρα και χρηματοδοτούμενων– επιστημών, δεν εξαφάνισε, βέβαια, και αυτό το υποκείμενο από προσώπου γης. Όμως οδήγησε στην εξώθηση της αναζήτησης του «υποκειμενικού», του «βιωματικού», του «προσωπικού» σε εξωεπιστημονικά πεδία: στην Εκκλησία για τους «ταπεινούς και καταφρονημένους», στις μετανεωτερικές αφηγήσεις για τους πιο μορφωμένους, στην «εσωτερική φιλοσοφία», στους «οδηγούς αυτοβοήθειας» για τα μεσαία στρώματα και στις ψυχαναλυτικές θεραπείες για τους οικονομικά ευκατάστατους. Ο περιορισμός και εγκλωβισμός του «υποκειμενικού», του «προσωπικού», στα εν λόγω πεδία λειτουργεί ως ιδιότυπη «φυγή» από την «σκληρή», αδυσώπητη, «απρόσωπη» κοινωνική πραγματικότητα και παρουσιάζεται ως de facto αναγνώριση ως «φυσικού» γεγονότος της αδυναμίας των επιμέρους ατόμων να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία στην οποία ζουν.

Μορφές κριτικής της κυρίαρχης ψυχολογίας

Οι κριτικές της κυρίαρχης εκδοχής της ψυχολογίας έχουν μέχρι στιγμής παράγει μια «κριτική μάζα» αξιόλογων εργασιών. Σημαντική ένδειξη του ενδιαφέροντος αποτελούν οι εκατοντάδες μονογραφίες και άρθρα με κριτικό προσανατολισμό. Έχουν δημιουργηθεί δίκτυα ακαδημαϊκών οργανώσεων για την προώθηση της έρευνας και του επιστημονικού διαλόγου (International Society for Theoretical Psychology, Radical Psychology Network). Από το 1999 σε τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούνται συνέδρια κριτικής ψυχολογίας. Εκδίδονται αρκετά επιστημονικά περιοδικά, στα οποία αναπτύσσεται κριτικός προβληματισμός (|Theory & Psychology, Culture & Psychology, Feminism & Psychology, International Journal of Critical Psychology, Annual Review of Critical Psychology, Radical Psychology Journal|).

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι κριτικές στην ψυχολογία δεν συγκροτούν |μια ενιαία|, συμπαγή, θεσπισμένη ή κωδικοποιημένη, εναλλακτική ακαδημαϊκή σχολή ή θεωρία η οποία αντιπαρατίθεται στην «κυρίαρχη» ψυχολογία. Οι κριτικές στην ψυχολογία και οι κριτικές ψυχολογίες μπορούν να εξετάζονται ως πολλαπλά «προτάγματα» δράσης (θεωρητικής δράσης, πολιτικής και ευρύτερα κοινωνικής δράσης). Δεν υπάρχει λοιπόν ένα μοναδικό και ενιαίο αντι-πρόταγμα κριτικής της ψυχολογίας. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές αφετηρίες, όπου μπορεί να εντοπίσει κανείς κοινά σημεία εκκίνησης, αλλά και σημαντικές διαφορές. Η Valerie Walkerdine προτείνει για τον χαρακτηρισμό της κριτικής ψυχολογίας την έννοια της «ομπρέλας», που αγκαλιάζει έναν μεγάλο αριθμό πολιτικά ριζοσπαστικών αντιδράσεων στην κυρίαρχη ψυχολογία και περιλαμβάνει φεμινιστικές, αντιρατσιστικές, αριστερές, οικολογικές και άλλες πρωτοβουλίες. Κοινό σημείο των βασικών εκδοχών της κριτικής ψυχολογίας είναι η ανάπτυξη του προβληματισμού για την συμβολή των ψυχολογικών θεωριών και πρακτικών στην «αναπαραγωγή» του κυρίαρχου status quo. Επίσης, δίνεται έμφαση στην θεωρητική και έμπρακτη υποστήριξη των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων και ατόμων.

Ενδεικτικά, θα επιχειρήσουμε να παραθέσουμε ορισμένες κριτικές κατευθύνσεις της ψυχολογικής θεωρίας και πρακτικής.

Τα τελευταία 40 περίπου χρόνια στις κοινωνικές επιστήμες εκδηλώνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μελέτη της γλώσσας. Η γλώσσα δεν κατανοείται μόνο ως γραμματικό – συμβολικό σύστημα αλλά και ως μορφή κοινωνικής δράσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιείται επανεκτίμηση του έργου των L. Wittgenstein, M. Bakhtin, L. S. Vygotsky. Η «γλωσσολογική στροφή» (linguistic turn) οδήγησε στην συγκρότηση ειδικών κλάδων όπως: «Ψυχολογία του λόγου», «αφηγηματική Ψυχολογία», «διαλογική Ψυχολογία» κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη διάδοση απέκτησε ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός (Κ. Gergen).

Η ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες άφησε σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες τα ίχνη του και οδήγησε στην συγκρότηση μιας ετερογενούς φεμινιστικής Ψυχολογίας.

Στις «αναπτυσσόμενες» χώρες από πολλούς ερευνητές έχουν διατυπωθεί εδώ και δεκαετίες αμφιβολίες για την εμβέλεια και την εν γένει ισχύ των ευρημάτων και των ερευνητικών τεχνικών των ψυχολόγων των αναπτυγμένων χώρων και κυρίως των αγγλοσαξωνικών χωρών. Σε αυτό το πλαίσιο η ψυχολογία ονομάστηκε sophomore science (WAMS – White American Male Sophomores), δηλαδή επιστήμη των δευτεροετών φοιτητών ψυχολογίας των αγγλοσαξωνικών χωρών.

Ιδιαίτερα πλούσιος στην παραγωγή «εναλλακτικών» προτάσεων για την ψυχολογία είναι ο ευρύτερος χώρος που αναφέρεται στην μαρξική θεωρία: π.χ. θεωρία της δραστηριότητας (A. Leontiev), πολιτισμική – ιστορική ψυχολογία (L. Vygotsky). Ήδη στην δεκαετία του 1920 ο Γάλλος φιλόσοφος και ψυχολόγος G. Politzer –στον οποίο έγινε και προηγουμένως αναφορά– επιχείρησε να συγκροτήσει μια «Ψυχολογία του δράματος» του συγκεκριμένου ατόμου. Εξαιρετικά γόνιμη κατεύθυνση είναι η ψυχολογία της υποκειμενικότητας ή γερμανική κριτική Ψυχολογία (K. Holzkamp).

Η ψυχανάλυση με όλη την ποικιλία των ρευμάτων της βρισκόταν ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα σε μια συνεχή αντιπαράθεση με την ακαδημαϊκή ψυχολογία. Σ’ αυτό το πεδίο εμφανίστηκαν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, όπως η κριτική ψυχανάλυση (G. Hornstein), η κριτική θεωρία του υποκειμένου (A. Lorenzer, K. Horn) και ο «ριζοσπαστικός ουμανισμός» του Ε. Φρομ.

Τα τελευταία χρόνια ασκήθηκε έντονη κριτική στη λειτουργία των ψυχιατρικών ιδρυμάτων. Απόρροια αυτών των προσπαθειών επανοργάνωσης της παροχής βοήθειας σε ψυχικά ασθενείς είναι η κοινοτική ψυχιατρική και η κριτική ψυχιατρική.

Βέβαια, ακόμα και η απλή αυτή παράθεση διαφορετικών μορφών κριτικής φανερώνει την ύπαρξη σημαντικότατων διαφορών στην φιλοσοφική και επιστημολογική θεμελίωση, στις πολιτικές στρατηγικές και στις κοινωνικές στοχοθεσίες. Όμως, δίχως την κριτική εξέταση της (πολιτικής) λειτουργίας της Ψυχολογίας στην κοινωνία και την κριτική διαπραγμάτευση του θεωρητικού και μεθοδολογικού υπόβαθρού της είναι δύσκολη η αναζήτηση των προοπτικών της περαιτέρω ανάπτυξής της.

Όμως, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: ποιος έχει ανάγκη από έναν «άλλο» ψυχολογικό λόγο που δεν θα αφήνει εκτός της |επιστημονικής έρευνας| το «υποκειμενικό» και δεν θα συναινεί με τον εγκλωβισμό και την περιχαράκωση του «προσωπικού» σε «ειδικά» θεσμοποιημένα μορφώματα και ιδρύματα; Ποιος έχει ανάγκη μια άλλη –κριτική– Ψυχολογία, που θα ξεφεύγει από το δίπολο του «α-πρόσωπου», θετικιστικού αντικειμενισμού και του ανορθολογικού υποκειμενισμού; Ποια είναι τα |κοινωνικά υποκείμενα| τα οποία αρνούνται να συμβιβαστούν με το κυρίαρχο status quo και αναζητούν τρόπους να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία στην οποία ζουν;

Το παρόν κείμενο παρουσιάζει προβληματισμούς που αναπτύσσονται εκτενέστερα στην εισαγωγή για στα υπόλοιπα άρθρα του αφιερώματος του περιοδικού |Ουτοπία| (αρ. τχ. 65, Ιούνιος/Ιούλιος 2005) με θέμα «Κριτική Ψυχολογία»|.

|Ο Μανόλης Δαφέρμος διδάσκει Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Ο Αθανάσιος Μαρβάκης διδάσκει Κλικική Κοινωνική Ψυχολογία στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Αναδημοσίευση απο την Κυριακάτικη Αυγή http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=260652

No comments yet

Σχολιάστε